κροῦσμα: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κροῦσμα:''' -ατος, τό = [[κροῦμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κροῦσμα:''' -ατος, τό = [[κροῦμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κροῦσμα]], ατος, τό, = [[κροῦμα]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:05, 10 January 2019
English (LSJ)
κρουσματικός, v. κρουμ-.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, = κροῦμα; Ath. IV, 183 e; κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος Agath. 25 (V, 292).
Greek (Liddell-Scott)
κροῦσμα: κρουσματικός, = κρουμ-.
Greek Monolingual
το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) κρούω
νεοελλ.
1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας»)
2. καθεμιά από τις παραβάσεις του ποινικού ή του άγραφου ηθικού νόμου, ιδίως όταν αυτές παρουσιάζονται αλλεπάλληλα («κρούσματα αυτοκτονιών»)
3. εμφάνιση μεμονωμένης περίπτωσης
4. μουσ. μελωδική γραμμή που έχει ατελή κατάληξη
5. στον πληθ. τα κρούσματα
τα φαντάσματα («είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά», Παπαδ.)
μσν.
σφαγή
μσν.-αρχ.
1. χτύπημα, πλήγμα, κρούση
2. τραύμα («και πρίσμα έκ τοῡ κρούσματος γέγονε τῇ χειρί μου», Πρόδρ.)
3. μουσικός ήχος, ήχος από χτύπημα χορδής οργάνου («ἐπεὶ σέο μῡθον ἀκούειν ἤθελον ἢ κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος», Ανθ.Παλ.)
4. ήχος που παράγεται από πνευστό όργανο
5. μουσική, μελωδία.
Greek Monotonic
κροῦσμα: -ατος, τό = κροῦμα, σε Ανθ.