κυκνόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.
|elnltext=κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυκνό-πτερος, ον [[πτερόν]]<br />[[swan]]-plumed, Eur.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόπτερος Medium diacritics: κυκνόπτερος Low diacritics: κυκνόπτερος Capitals: ΚΥΚΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kyknópteros Transliteration B: kyknopteros Transliteration C: kyknopteros Beta Code: kukno/pteros

English (LSJ)

ον,

   A swan-plumed, of Helen in reference to Leda and the swan, E.Or.1386 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόπτερος: -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes de cygne.
Étymologie: κύκνος, πτερόν.

Greek Monolingual

κυκνόπτερος, -ον (Α)
(επίθ. της Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό-πτερος, ορθό-πτερος].

Greek Monotonic

κυκνόπτερος: -ον (πτερόν), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόπτερος: с лебедиными крыльями Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.

Middle Liddell

κυκνό-πτερος, ον πτερόν
swan-plumed, Eur.