κρανοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρανοποιός -οῦ, ὁ [κρανοποιέω] helmenfabrikant. | |elnltext=κρανοποιός -οῦ, ὁ [κρανοποιέω] helmenfabrikant. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κρανο-[[ποιός]], οῦ, [[ποιέω]]<br />a [[helmet]]-[[maker]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.
Greek Monolingual
ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰνοποιός: ὁ мастер шлемов или доспехов Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρανοποιός -οῦ, ὁ [κρανοποιέω] helmenfabrikant.