κυφαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(3)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῡφᾰγωγός:''' adj. держащий голову вниз, с опущенной головой ([[ἵππος]] Xen.).
|elrutext='''κῡφᾰγωγός:''' adj. держащий голову вниз, с опущенной головой ([[ἵππος]] Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡφ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,<br />with [[neck]] [[arched]] and [[head]] low, of a [[horse]], Xen.
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1539] ἵππ ος, ein Pferd, das den Hals vorgebogen trägt; Xen. de re equ. 7, 10; Poll. 1, 197.

Greek Monolingual

κυφαγωγός, -όν (Α)
φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» — ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ-αγωγός, χαλιν-αγωγός].

Greek Monotonic

κῡφᾰγωγός: ὁ, αυτός που έχει χαμηλά το κεφάλι και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῡφᾰγωγός: adj. держащий голову вниз, с опущенной головой (ἵππος Xen.).

Middle Liddell

κῡφ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
with neck arched and head low, of a horse, Xen.