λακπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λακπάτητος:''' (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный ([[χαρά]] Soph.).
|elrutext='''λακπάτητος:''' (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный ([[χαρά]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λακ-πά˘τητος, ον [λάξ]<br />trampled on, Soph.
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λακπᾰτητος Medium diacritics: λακπάτητος Low diacritics: λακπάτητος Capitals: ΛΑΚΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: lakpátētos Transliteration B: lakpatētos Transliteration C: lakpatitos Beta Code: lakpa/thtos

English (LSJ)

ον,

   A trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (λαξπάτητον Eust., v.l. λεωπάτητον).

German (Pape)

[Seite 8] v. l. für λὰξ πάτητος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λακπάτητος: [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, ἔνθα ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. λαξπάτητος.

Greek Monolingual

λακπάτητος, -ον (Α) λακπατώ
καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.).

Greek Monotonic

λακπάτητος: [πᾰ], -ον (λάξ), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λακπάτητος: (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный (χαρά Soph.).

Middle Liddell

λακ-πά˘τητος, ον [λάξ]
trampled on, Soph.