λίθεος: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λίθεος:''' (ῐ) каменный ([[βηλός]], ἱστοί Hom.). | |elrutext='''λίθεος:''' (ῐ) каменный ([[βηλός]], ἱστοί Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λί˘θεος, η, ον = [[λίθινος]]<br />of [[stone]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A = λίθινος, of stone, Il.23.202, Od.13.107.
German (Pape)
[Seite 44] dasselbe, βηλός, Il. 23, 202, ἱστοί, Od. 13, 107.
Greek (Liddell-Scott)
λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, ἐκ λίθου, Ἰλ. Ψ. 202, Ὀδ. Ν. 107.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de pierre.
Étymologie: λίθος.
English (Autenrieth)
of stone.
Greek Monolingual
λίθεος, -έα, -ον (Α) λίθος
λίθινος.
Greek Monotonic
λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, φτιαγμένος από πέτρα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
λίθεος: (ῐ) каменный (βηλός, ἱστοί Hom.).