λιπανδρέω: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐπανδρέω:''' (λείπομαι, [[ἀνήρ]]), [[πάσχω]] από [[έλλειψη]] [[ανδρών]], σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], στον ίδ. | |lsmtext='''λῐπανδρέω:''' (λείπομαι, [[ἀνήρ]]), [[πάσχω]] από [[έλλειψη]] [[ανδρών]], σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐπ-ανδρέω, [λείπομαι, [[ἀνήρ]]<br />to be in [[want]] of men, Strab.; λῐπ-ανδρία, [[want]] of men, Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
A to be in want of men, Ephor.216 J.
Greek (Liddell-Scott)
λιπανδρέω: πάσχω ἔλλειψιν ἀνδρῶν, Ἔφορ. 53, Στράβ. 279· καὶ λῐπανδρία, ἡ, ἔλλειψις ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 596· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
manquer d’hommes.
Étymologie: λείπω, ἀνήρ.
Greek Monotonic
λῐπανδρέω: (λείπομαι, ἀνήρ), πάσχω από έλλειψη ανδρών, σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, ἡ, έλλειψη ανδρών, στον ίδ.
Middle Liddell
λῐπ-ανδρέω, [λείπομαι, ἀνήρ
to be in want of men, Strab.; λῐπ-ανδρία, want of men, Strab.