ματαιοπονία: Difference between revisions
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ напрасный труд Plut., Luc., Sext. | |elrutext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ напрасный труд Plut., Luc., Sext. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μᾰταιοπονία, ἡ,<br />[[labour]] in [[vain]], Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.
Greek Monolingual
η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.
Greek Monotonic
μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰταιοπονία: ἡ напрасный труд Plut., Luc., Sext.
Middle Liddell
μᾰταιοπονία, ἡ,
labour in vain, Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]