μελίρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελίρρῠτος:''' струящий мед, текущий медом ([[κρῆναι]] Plat.). | |elrutext='''μελίρρῠτος:''' струящий мед, текущий медом ([[κρῆναι]] Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[honey]]-[[flowing]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A κρῆναι Pl. Ion 534b.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («φωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, αλί-ρρυτος].
Greek Monotonic
μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).