μετάπεμπτος: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετάπεμπτος:''' призванный, вызванный (οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.): ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования. | |elrutext='''μετάπεμπτος:''' призванный, вызванный (οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.): ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μετάπεμπτος]], ον<br />sent for, Hdt., Thuc. [from [[μεταπέμπω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A sent for, Hdt.8.67, Th.6.29, X.An.1.4.3, Phld.Mus.p.86 K., etc.; μ. δικαστήρια, of the federal circuit-courts of the Lycian league, OGI 556.14 (i B. C.), IGRom.3.680.7 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 152] nach dem geschickt worden, herbeigeholt, vorgefordert; Her. 8, 67 Thuc. 6, 74 Xen. An. 1, 4, 3 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
μετάπεμπτος: -ον, ὃν μετεπέμψατό τις, ὁ προσκληθεὶς δι’ ἀπεσταλμένου, Ἡρόδ. 8. 67, Θουκ. 6. 29, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mandé.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.
Greek Monolingual
μετάπεμπτος, -ον (Α) πεμπτός
εκείνος τον οποίο προσκάλεσε κάποιος να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
μετάπεμπτος: -ον, αυτός που έχει αποσταλεί για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετάπεμπτος: призванный, вызванный (οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.): ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования.
Middle Liddell
μετάπεμπτος, ον
sent for, Hdt., Thuc. [from μεταπέμπω