μικκύλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μικκύλος:''' [ῠ], υποκορ. του [[μικρός]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''μικκύλος:''' [ῠ], υποκορ. του [[μικρός]], σε Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Dim. of [[μικρός]], Mosch.]
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικκύλος Medium diacritics: μικκύλος Low diacritics: μικκύλος Capitals: ΜΙΚΚΥΛΟΣ
Transliteration A: mikkýlos Transliteration B: mikkylos Transliteration C: mikkylos Beta Code: mikku/los

English (LSJ)

[ῠ], Dim. of μικρός, Mosch.1.13.

German (Pape)

[Seite 183] dim. zu μικκός, dor., Mosch. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μικκύλος: [ῠ], ὑποκορ. τοῦ μικρός, Μόσχ. 1. 13.

Greek Monolingual

μικκύλος, -ον (Α)
υποκορ. του μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικκός + υποκορ. κατάλ. -ύλος, πρβλ. ερωτ-ύλος].

Greek Monotonic

μικκύλος: [ῠ], υποκορ. του μικρός, σε Μόσχ.

Middle Liddell

[Dim. of μικρός, Mosch.]