μονοκρήπις: Difference between revisions
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
(5) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονοκρήπῑς:''' -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο [[σανδάλι]], [[μονοσάνδαλος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μονοκρήπῑς:''' -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο [[σανδάλι]], [[μονοσάνδαλος]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,<br />with but one [[sandal]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ,
A with but one sandal, Pi.P.4.75, APl.4.127, Lyc.1310.
German (Pape)
[Seite 203] ιδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκρήπῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν σανδάλιον, μονοπέδιλος, Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une chaussure.
Étymologie: μόνος, κρηπίς.
English (Slater)
μονοκρήπις
1 with one sandal τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (sc. Ἰάσονα: cf. v. 95, ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί) (P. 4.75)
Greek Monolingual
μονοκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρηπίς, -ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο-κρήπις)].
Greek Monotonic
μονοκρήπῑς: -ῖδος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
with but one sandal, Pind.