μισθαρνικός: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μισθαρνικός:''' выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.). | |elrutext='''μισθαρνικός:''' выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μισθαρνικός]], ή, όν [[μισθάρνης]]<br />of or for [[hired]] [[work]], [[mercenary]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for hired work, mercenary, ἐργασίαι, τέχναι, ib.1337b13, EE1215a31.
German (Pape)
[Seite 190] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μισθαρνικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’homme à gages, de mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) μίσθαρνος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).
Greek Monotonic
μισθαρνικός: -ή, -όν (μισθάρνης), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μισθαρνικός: выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).
Middle Liddell
μισθαρνικός, ή, όν μισθάρνης
of or for hired work, mercenary, Arist.