μυρσινών: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυρσῐνών:''' Αττ. [[μυρρινών]], -ῶνος, ὁ, [[άλσος]] από μυρτιές, Λατ. [[myrtetum]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μυρσῐνών:''' Αττ. [[μυρρινών]], -ῶνος, ὁ, [[άλσος]] από μυρτιές, Λατ. [[myrtetum]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυρσῐνών, αττιξ [[μυρρινών]], ῶνος, ὁ,<br />a [[myrtle]]-[[grove]], Lat. [[myrtetum]], Ar.
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐνών Medium diacritics: μυρσινών Low diacritics: μυρσινών Capitals: ΜΥΡΣΙΝΩΝ
Transliteration A: myrsinṓn Transliteration B: myrsinōn Transliteration C: myrsinon Beta Code: mursinw/n

English (LSJ)

Att. μυρρινών, ῶνος, ὁ,

   A myrtle-grove, Id.Ra.156, Aesop.194, Philostr.Im.2.1.

German (Pape)

[Seite 222] ῶνος, ὁ, = μυῤῥινών, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσῐνών: -ῶνος, ὁ, ἄλσος μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)· Ἀττ. μυρρινών, Ἀριστοφ. Βάτρ. 156· - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
bois de myrte.
Étymologie: μυρρίνη.

Greek Monotonic

μυρσῐνών: Αττ. μυρρινών, -ῶνος, ὁ, άλσος από μυρτιές, Λατ. myrtetum, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μυρσῐνών, αττιξ μυρρινών, ῶνος, ὁ,
a myrtle-grove, Lat. myrtetum, Ar.