νεόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεόδρομος:''' только что проделанный, недавний ([[θήρη]] Babr.).
|elrutext='''νεόδρομος:''' только что проделанный, недавний ([[θήρη]] Babr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-δρομος, ον [[δραμεῖν]]<br />[[just]] having run, Babr.
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδρομος Medium diacritics: νεόδρομος Low diacritics: νεόδρομος Capitals: ΝΕΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: neódromos Transliteration B: neodromos Transliteration C: neodromos Beta Code: neo/dromos

English (LSJ)

ον,

   A just having run, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, i.e. νεοθήρευτον λαβών, Babr.106.15.

German (Pape)

[Seite 241] θήρη, Bahr. 106, 15, jüngst gelaufen.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδρομος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δραμών, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, ὅ ἐστι νεοθήρευτον λαβών, Βαβρ. 106. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on a couru récemment : νεόδρομος θήρη BABR chasse récemment courue, toute récente.
Étymologie: νέος, δραμεῖν.

Greek Monolingual

νεόδρομος, -ον (Α)
αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + δρόμος (πρβλ. ιππό-δρομος)].

Greek Monotonic

νεόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που μόλις έφυγε, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόδρομος: только что проделанный, недавний (θήρη Babr.).

Middle Liddell

νεό-δρομος, ον δραμεῖν
just having run, Babr.