νεώτατος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεώτατος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> υπερθ. του [[νέος]], [[πάρα]] [[πολύ]] [[νέος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[πρόσφατος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''νεώτατος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> υπερθ. του [[νέος]], [[πάρα]] [[πολύ]] [[νέος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[πρόσφατος]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεώτατος]], η, ον [Sup. of [[νέος]]<br /><b class="num">1.</b> youngest, Il.<br /><b class="num">2.</b> [[most]] [[recent]], Arist.
}}
}}

Revision as of 04:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώτατος Medium diacritics: νεώτατος Low diacritics: νεώτατος Capitals: ΝΕΩΤΑΤΟΣ
Transliteration A: neṓtatos Transliteration B: neōtatos Transliteration C: neotatos Beta Code: new/tatos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of νέος.

Greek (Liddell-Scott)

νεώτατος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ νέος, Ὅμ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de νέος.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α νεώτατος, -άτη, -ον)
υπερθ. του νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. υπερθ. -ώτατος].

Greek Monotonic

νεώτατος: -η, -ον,
1. υπερθ. του νέος, πάρα πολύ νέος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πάρα πολύ πρόσφατος, σε Αριστ.

Middle Liddell

νεώτατος, η, ον [Sup. of νέος
1. youngest, Il.
2. most recent, Arist.