ξενοδοκέω: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξενοδοκέω:''' ион. [[ξεινοδοκέω]]<br /><b class="num">1)</b> оказывать гостеприимство, радушно принимать у себя (πάντας ἀνθρώπους Her.);<br /><b class="num">2)</b> (= [[μαρτυρέω]]) свидетельствовать Pind. | |elrutext='''ξενοδοκέω:''' ион. [[ξεινοδοκέω]]<br /><b class="num">1)</b> оказывать гостеприимство, радушно принимать у себя (πάντας ἀνθρώπους Her.);<br /><b class="num">2)</b> (= [[μαρτυρέω]]) свидетельствовать Pind. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ξενοδοκέω]],<br />ionic ξεινο-, to [[entertain]] guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in [[late]] Gr. [[ξενοδοχέω]], NTest. [from [[ξενοδόκος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. ξεινο-,
A entertain guests or strangers. Hdt.6.127, E.Alc.552, AP10.16 (Theaet.), etc. :—later ξενο-δοχέω, 1 Ep.Ti.5.10, Max. Tyr.32.9, Cod.Just.1.3.45.1b. II testify, Pi.Fr.311 :— Med., Hsch.
German (Pape)
[Seite 277] u. ξενοδοχέω, ion. u. ep. ξεινοδοκέω, Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε δαίμων, Pind. frg. 278, wo es = μαρτυρέω sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδοκέω: Ἰων. ξεινο-, ὑποδέχομαι, περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. ξενοδοχέω, Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. ξενοδόκος. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accueillir les étrangers.
Étymologie: *ξενοδόκος, v. ξενοδόχος.
English (Slater)
ξενοδοκέω
1 be hospitable met. Apollon., Lexic. Homer., 117. 25B., ὁ δὲ Πίνδαρος· ξεινοδόκησέν τε δαίμων, ἀντὶ τοῦ ἐμαρτύρησε (cf. Simonides, fr. 51D) fr. 311.
Greek Monotonic
ξενοδοκέω: Ιων. ξεινο-, περιποιούμαι φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., ξενοδοχέω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ξενοδοκέω: ион. ξεινοδοκέω
1) оказывать гостеприимство, радушно принимать у себя (πάντας ἀνθρώπους Her.);
2) (= μαρτυρέω) свидетельствовать Pind.
Middle Liddell
ξενοδοκέω,
ionic ξεινο-, to entertain guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in late Gr. ξενοδοχέω, NTest. [from ξενοδόκος