νυκτικλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νυκτικλέπτης:''' ου ὁ ночной вор Anth.
|elrutext='''νυκτικλέπτης:''' ου ὁ ночной вор Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτι-[[κλέπτης]], ου, ὁ,<br />[[thief]] of the [[night]], Anth.
}}
}}

Revision as of 04:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐκλέπτης Medium diacritics: νυκτικλέπτης Low diacritics: νυκτικλέπτης Capitals: ΝΥΚΤΙΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: nyktikléptēs Transliteration B: nyktikleptēs Transliteration C: nyktikleptis Beta Code: nuktikle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A thief of the night, AP11.176 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, κλέπτης τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de nuit.
Étymologie: νύξ, κλέπτω.

Greek Monolingual

νυκτικλέπτης, ὁ (Α)
βλ. νυκτοκλέπτης.

Greek Monotonic

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, κλέφτης που δρα τη νύχτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτικλέπτης: ου ὁ ночной вор Anth.

Middle Liddell

νυκτι-κλέπτης, ου, ὁ,
thief of the night, Anth.