ὀλίγιστος: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλίγιστος:''' superl. к [[ὀλίγος]]. | |elrutext='''ὀλίγιστος:''' superl. к [[ὀλίγος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀλίγιστος]], η, ον [irreg. Sup. of [[ὀλίγος]] [v. [[ὀλίγος]] VI] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
English (LSJ)
A v. ὀλίγος.
German (Pape)
[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).
French (Bailly abrégé)
Sp. de ὀλίγος.
English (Autenrieth)
see ὀλίγος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].
Greek Monotonic
ὀλίγιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του ὀλίγος (βλ. ὀλίγος V).
Russian (Dvoretsky)
ὀλίγιστος: superl. к ὀλίγος.