οἰάτης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[χωρικός]], Οἰᾶτις [[νομός]], βοσκότοπος στον δήμο <i>Οἴα</i> της Αττικής, σε Σοφ.
|lsmtext='''οἰάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[χωρικός]], Οἰᾶτις [[νομός]], βοσκότοπος στον δήμο <i>Οἴα</i> της Αττικής, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰά¯της, ου, ὁ,<br />a [[villager]]: Οἰᾶτις, [[νομός]] is a [[pasture]] in the Attic deme Οἴα, Soph.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰάτης Medium diacritics: οἰάτης Low diacritics: οιάτης Capitals: ΟΙΑΤΗΣ
Transliteration A: oiátēs Transliteration B: oiatēs Transliteration C: oiatis Beta Code: oi)a/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, found only in Ion. and Dor. forms,

   A v. οἰήτης ; but    II Οἰᾶτις νομός, a pasture in the Attic deme Οἴα, S.OC1061 (lyr.) ; Οἰᾶται, an Arcadian tribe, Paus.8.45.1.

German (Pape)

[Seite 297] ὁ, = κωμήτης, Gramm. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

οἰάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = οἰήτης, ὃ ἴδε: ἀλλά, ΙΙ. οἰᾶτις νομός, Σοφ. Ο. Κ. 1061, εἶναι νομός τις, δηλ. βοσκὴ ἐν τῷ Ἀττ. δήμῳ Οἴα· Οἰᾶται, οἱ, φυλὴ Ἀρκαδική, Παυσ. 8. 45, 1.

Greek Monotonic

οἰάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, χωρικός, Οἰᾶτις νομός, βοσκότοπος στον δήμο Οἴα της Αττικής, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰά¯της, ου, ὁ,
a villager: Οἰᾶτις, νομός is a pasture in the Attic deme Οἴα, Soph.