ὁμοίιος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(28) |
(1ba) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br />(για τα [[γηρατειά]], τον πόλεμο και τον θάνατο) [[κακός]], [[ολέθριος]] ή αυτός που [[είναι]] [[κοινός]] για όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που [[είναι]] [[κοινός]], όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. [[ὁμοῖος]] (<b>πρβλ.</b> <i>γελοίιος</i>: [[γελοῖος]]). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «[[κακός]], [[ολέθριος]]» και προέρχεται από αμάρτυρο <i>ὀμο</i>-<i>Fιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομο</i>-<i>F</i><i>ā</i>, τ. ο [[οποίος]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>amĭv</i><i>ā</i> «[[πόνος]], [[βάσανο]], [[ενόχληση]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανία]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όμοιος</i>. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br />(για τα [[γηρατειά]], τον πόλεμο και τον θάνατο) [[κακός]], [[ολέθριος]] ή αυτός που [[είναι]] [[κοινός]] για όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που [[είναι]] [[κοινός]], όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. [[ὁμοῖος]] (<b>πρβλ.</b> <i>γελοίιος</i>: [[γελοῖος]]). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «[[κακός]], [[ολέθριος]]» και προέρχεται από αμάρτυρο <i>ὀμο</i>-<i>Fιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομο</i>-<i>F</i><i>ā</i>, τ. ο [[οποίος]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>amĭv</i><i>ā</i> «[[πόνος]], [[βάσανο]], [[ενόχληση]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανία]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όμοιος</i>. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὁμοίϊος]], ον, [epic for [[ὅμοιος]], ον, Il.] [ῑ metri grat. [[before]] a [[long]] syll.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perh.
A distressing ( = κακός acc. to Anon. ap. Apollon.Lex., also expld. as common to all or impartial, ibid., Hsch., cf. ξυνός), ἀλλά σε γῆρας τείρει ὁ. Il.4.315, cf. h.Ven. 244 ; θάνατος Od.3.236 ; νεῖκος Il.4.444 ; πόλεμος 9.440, 13.358, 15.670, al. (In place of ὁμοιίου () πολέμοιο ὁμοιίοο πτολέμοιο shd. be restored.)
ὁμοί-ιος (B), ον, Ep. (not in Hom.) for ὁμοῖος, πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος
A like in mind or wish, at one with, Hes.Op.182 ; δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος Xenoph.23.2 ; θηκτοῖσιν ὁμοίιος ἦεν ἀκωκαῖς Pancrat. Oxy.1085.23 ; χἁ νὺξ . . ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς night and day are equal, BionFr.15.18.
Greek Monolingual
(I)
ὁμοίιος, -ον (Α)
(για τα γηρατειά, τον πόλεμο και τον θάνατο) κακός, ολέθριος ή αυτός που είναι κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που είναι κοινός, όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. ὁμοῖος (πρβλ. γελοίιος: γελοῖος). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «κακός, ολέθριος» και προέρχεται από αμάρτυρο ὀμο-Fιος < ομο-Fā, τ. ο οποίος συνδέεται με αρχ. ινδ. amĭvā «πόνος, βάσανο, ενόχληση» (πρβλ. ανία)].———————— (II)
ὁμοίιος, -ον (Α)
βλ. όμοιος.
Middle Liddell
ὁμοίϊος, ον, [epic for ὅμοιος, ον, Il.] [ῑ metri grat. before a long syll.]