ὁποσάπους: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁποσάπους:''' 2, gen. ποδος (ᾰ) relat. в сколько футов: ἐπισκοπῶν, ὁ. εἴη Luc. соображая, сколько в нем футов. | |elrutext='''ὁποσάπους:''' 2, gen. ποδος (ᾰ) relat. в сколько футов: ἐπισκοπῶν, ὁ. εἴη Luc. соображая, сколько в нем футов. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁποσά-πους,<br />how [[many]] feet [[long]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, in indirect questions,
A how many feet long . ., Luc.Gall.9.
German (Pape)
[Seite 361] ποδος, wie vielfüßig, bes. wie viel Fuß lang, Luc. Gall. 9; vgl. Lob. Phryn. 663.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ μῆκος, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ὁποσάποδος
long de combien de pieds.
Étymologie: ὁπόσος, πούς.
Greek Monolingual
ὁποσάπους, -ουν (Α)
(σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτά-πους)].
Greek Monotonic
ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πόσων ποδών μακρός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὁποσάπους: 2, gen. ποδος (ᾰ) relat. в сколько футов: ἐπισκοπῶν, ὁ. εἴη Luc. соображая, сколько в нем футов.