ὀνοτός: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀνοτός:''' Pind. = [[ὀνοστός]].
|elrutext='''ὀνοτός:''' Pind. = [[ὀνοστός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀνοτός]], ή, όν = [[ὀνοστός]], Pind.]
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοτός Medium diacritics: ὀνοτός Low diacritics: ονοτός Capitals: ΟΝΟΤΟΣ
Transliteration A: onotós Transliteration B: onotos Transliteration C: onotos Beta Code: o)noto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A v. ὀνοστός.

German (Pape)

[Seite 350] = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοτός: -ή, -όν, ἴδε ὀνοστός.

English (Slater)

ὀνοτός
   1 contemptible οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)

Greek Monolingual

ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) (δ. γρφ.) βλ. ονοστός.

Greek Monotonic

ὀνοτός: -ή, -όν, = ὀνοστός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοτός: Pind. = ὀνοστός.

Middle Liddell

ὀνοτός, ή, όν = ὀνοστός, Pind.]