ονοστός
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
ὀνοστός και ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που είναι άξιος μομφής ή περιφρόνησης
2. (κατά Αν Ησύχ.) «ὀνοστά
ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα».
επίρρ...
ὀνοστῶς (Μ)
με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀνοτός < ὄνομαι «κατηγορώ, ονειδίζω». Ο τ. ὀνοστός εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-, που οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τών ρηματ. επιθέτων σε -οστός από ρ. σε -όζω (πρβλ. αρμοστός < ἁρμόζω)].