ὀλιγανθρωπία: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγανθρωπία:''' ἡ тж. pl. Thuc., Plat., Xen. = [[ὀλιγανδρία]].
|elrutext='''ὀλῐγανθρωπία:''' ἡ тж. pl. Thuc., Plat., Xen. = [[ὀλιγανδρία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλῐγανθρωπία, ἡ,<br />[[scantiness]] of men, Thuc., Xen. [from ὀλῐγάνθρωπος]
}}
}}

Revision as of 04:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγανθρωπία Medium diacritics: ὀλιγανθρωπία Low diacritics: ολιγανθρωπία Capitals: ΟΛΙΓΑΝΘΡΩΠΙΑ
Transliteration A: oliganthrōpía Transliteration B: oliganthrōpia Transliteration C: oliganthropia Beta Code: o)liganqrwpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὀλιγανδρία, Th.1.11, X.Mem.2.7.2, etc. : pl., Pl.Lg.780b.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, = ὀλιγανδρία; Thuc. 3, 93; Plat. Legg. VI, 780 b im plur.; Xen. Mem. 2, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγανθρωπία: ἡ, ὀλιγότης ἀνθρώπων, Θουκ. 1. 11, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, κτλ.· πληθ., Πλάτ. Νόμ. 780Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ὀλιγανδρία.
Étymologie: ὀλιγάνθρωπος.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγανθρωπία) ολιγάνθρωπος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανθρώπων («αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὁλιγανθρωπία τοσοῡτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία», Θουκ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγανθρωπία: ἡ, λιγοστός αριθμός ανθρώπων, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγανθρωπία: ἡ тж. pl. Thuc., Plat., Xen. = ὀλιγανδρία.

Middle Liddell

ὀλῐγανθρωπία, ἡ,
scantiness of men, Thuc., Xen. [from ὀλῐγάνθρωπος]