παράδρομος: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράδρομος:''' -ον, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον διαβεί, <i>[[παράδρομα]]</i>, διαστήματα, ανοίγματα, χάσματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''παράδρομος:''' -ον, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον διαβεί, <i>[[παράδρομα]]</i>, διαστήματα, ανοίγματα, χάσματα, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παράδρομος]], ον,<br />that may be run [[through]], παράδρομα gaps, Xen.
}}
}}

Revision as of 05:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράδρομος Medium diacritics: παράδρομος Low diacritics: παράδρομος Capitals: ΠΑΡΑΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: parádromos Transliteration B: paradromos Transliteration C: paradromos Beta Code: para/dromos

English (LSJ)

ον,

   A that may be run through, τὰ π. spaces for getting through, gaps, X.Cyn.6.9.    II running alongside, θίς Stad.67.

German (Pape)

[Seite 478] nebenher, daneben, vorbeilaufend, Sp.; τὰ παράδρομα, Zwischenraum zum Vorbeigehen, Xen. Cyn. 6, 10; vgl. Poll. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

παράδρομος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ διαδράμῃ, τὰ παράδρομα, διαστήματα, δι’ ὧν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, ἀνοίγματα, ἱστάτω δὲ τὰ δίκτυα ἐν πᾶσι τόποις διαστήματα λιπὼν πρὸς τὰς διαδρομάς· ἃ καλεῖται παράδρομα Ξεν. Κυν. 6, 9. ΙΙ. ὁ κατὰ μῆκος τρέχων, Κλήμ. Ἀλ. 270. Μικρ. Γεωγρ. 2. 448 Gail.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui court auprès, qui va à côté;
2 à côté de qui ou de quoi l’on court : τὰ παράδρομα XÉN intervalle par où le gibier pourrait s’échapper entre des filets tendus.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.

Greek Monolingual

-ο / παράδρομος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος
δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο
αρχ.
1. αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί να περάσει κάποιος
2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παράδρομα
διάμεσα διαστήματα.
επίρρ...
παράδρομα
έξω από τον σωστό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δρόμος.

Greek Monotonic

παράδρομος: -ον, αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβεί, παράδρομα, διαστήματα, ανοίγματα, χάσματα, σε Ξεν.

Middle Liddell

παράδρομος, ον,
that may be run through, παράδρομα gaps, Xen.