παρισόομαι: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(5) |
(1ba) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρῐσόομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ισώθην</i>· ([[ἴσος]])·<br /><b class="num">1.</b> Παθ., εξισώνομαι, ισοδυναμούμαι, [[συγκρίνω]] με, με δοτ., σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[γίνομαι]] [[ίσος]] ή όμοιος με, <i>τινι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''παρῐσόομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ισώθην</i>· ([[ἴσος]])·<br /><b class="num">1.</b> Παθ., εξισώνομαι, ισοδυναμούμαι, [[συγκρίνω]] με, με δοτ., σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[γίνομαι]] [[ίσος]] ή όμοιος με, <i>τινι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor1 -ισώθην [[ἴσος]]<br /><b class="num">1.</b> Pass. to make [[oneself]] [[equal]] to, [[measure]] [[oneself]] with, c. dat., Hdt., Theocr.<br /><b class="num">2.</b> to be made [[equal]] or like to, τινι Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:10, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
παρισόομαι: (ἴσος) Παθ., ποιῶ ἐμαυτὸν ἴσον τινί, μετρῶ ἐμαυτὸν πρός τινα, παρισεύμενος (διάφ. γραφ. παρισούμενος) Δαρείῳ Ἡρόδ. 4. 166· παρισεύμενοι βασιλέϊ 8. 140, 1· ἐπεί ἡ Ἑλένῃ παρισωθῇ Θεόκρ. 18. 25. 2) γίνομαι ἴσως πρός τινα, τινι Πλάτ. Πολ. 409Ε· εἶμαι ἐπ᾿ ἴσης μέγας ὡς, Παυσ. 8. 25, 13.
Greek Monotonic
παρῐσόομαι: αόρ. αʹ -ισώθην· (ἴσος)·
1. Παθ., εξισώνομαι, ισοδυναμούμαι, συγκρίνω με, με δοτ., σε Ηρόδ., Θεόκρ.
2. γίνομαι ίσος ή όμοιος με, τινι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
aor1 -ισώθην ἴσος
1. Pass. to make oneself equal to, measure oneself with, c. dat., Hdt., Theocr.
2. to be made equal or like to, τινι Plat.