πάντρομος: Difference between revisions
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάντρομος -ον [πᾶς, τρέμω] bang, schichtig. | |elnltext=πάντρομος -ον [πᾶς, τρέμω] bang, schichtig. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πάν-τρομος, ον, [[τρέμω]]<br />all-[[trembling]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:13, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A all-trembling, timid, πελειάς A.Th.294 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 465] ganz zitternd, πελειάς, Aesch. Spt. 276, v. l. πάντροφος.
Greek (Liddell-Scott)
πάντρομος: -ον, ὅλως τρέμων, ἴδε ἐν λ. πάντροφος,
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout tremblant.
Étymologie: πᾶν, τρέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρέμει πολύ, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρόμος (πρβλ. έντρομος)].
Greek Monotonic
πάντρομος: -ον (τρέμω), αυτός που τρέμει ολόκληρος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πάντρομος: весь дрожащий (от страха), чрезвычайно робкий (πελειάς Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντρομος -ον [πᾶς, τρέμω] bang, schichtig.