παρασκευαστός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen. | |elnltext=παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρασκευαστός]], όν [from [[παρασκευάζω]]<br />that can be provided, Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A that can be provided or procured, Pl.Prt.319b, 324c.
German (Pape)
[Seite 498] was herbeigeschafft oder bereitet werden kann, μηδ' ὑπ' ἀνθρώπων παρασκευαστόν, Plat. Prot. 319 b, vgl. 324 a.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευαστός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on peut préparer ou se procurer.
Étymologie: παρασκευάζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
παρασκευάζω
αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευαστός: могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen.
Middle Liddell
παρασκευαστός, όν [from παρασκευάζω
that can be provided, Plat.