παρέκχυσις: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρέκχῠσις:''' εως ἡ разлив, наводнение Polyb. | |elrutext='''παρέκχῠσις:''' εως ἡ разлив, наводнение Polyb. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρέκχῠσις, εως, [from [[παρεκχέω]]<br />an [[overflowing]], of rivers, Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc. 2 effusion, αἵματος Gal.19.124 ; of humours, Cass.Fel.76 ; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσις ἢ ἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 débordement d’un fleuve;
2 épanchement d’humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ παρεκχέω
1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα
2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», Γαλ.)
αρχ.
(για χυμούς) έκχυση.
Greek Monotonic
παρέκχῠσις: ἡ, εκχείλιση, λέγεται για ποτάμια, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
παρέκχῠσις: εως ἡ разлив, наводнение Polyb.
Middle Liddell
παρέκχῠσις, εως, [from παρεκχέω
an overflowing, of rivers, Strab.