πελαργιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.
|elnltext=πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πελαργῐδεύς, έως, ὁ,<br />a [[young]] [[stork]], Ar.
}}
}}

Revision as of 05:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελαργῐδεύς Medium diacritics: πελαργιδεύς Low diacritics: πελαργιδεύς Capitals: ΠΕΛΑΡΓΙΔΕΥΣ
Transliteration A: pelargideús Transliteration B: pelargideus Transliteration C: pelargideys Beta Code: pelargideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A young stork, Ar.Av.1356, Plu.2.992b.

German (Pape)

[Seite 549] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.

Greek (Liddell-Scott)

πελαργῐδεύς: ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς πελαργός, ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα πάλιν τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
cigogneau.
Étymologie: πελαργός.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο νεοσσός του πελαργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, λυκ-ιδεύς)].

Greek Monotonic

πελαργῐδεύς: ὁ, μικρός πελαργός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πελαργῐδεύς: έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.

Middle Liddell

πελαργῐδεύς, έως, ὁ,
a young stork, Ar.