περιφόρητος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(3b) |
(1ba) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιφόρητος:''' повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut. | |elrutext='''περιφόρητος:''' повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περιφόρητος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> [[able]] to be carried [[about]], [[portable]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[notorious]], [[infamous]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:35, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
περιφόρητος: (οὐχὶ περιφορητός), Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, φορητός, οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ δεῖπνον Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου περιβόητος γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλει ὁ περιφόρητος Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, ἔνθα ἴδε Bergk.˙ ― μετὰ παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut porter tout autour, portatif;
2 dont le nom est répandu tout autour, célèbre.
Étymologie: περιφορέω.
Greek Monotonic
περιφόρητος: -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ.
II. περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περιφόρητος: повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut.
Middle Liddell
περιφόρητος, ον,
I. able to be carried about, portable, Hdt.
II. notorious, infamous, Plut.