πολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(6)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα [[κόμη]], σε Στράβ.
|lsmtext='''πολιόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα [[κόμη]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />grayhaired, Strab.
}}
}}

Revision as of 05:42, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 655] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολιὰν τὴν κόμην, ἱέρειαι Στράβ. 293.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blancs, chenu.
Étymologie: πολιός, θρίξ.

Greek Monolingual

-τριχος, β, ή, ΜΑ
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ].

Greek Monotonic

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα κόμη, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
grayhaired, Strab.