πολυβαφής: Difference between revisions
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
(4) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυβαφής:''' глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v. l. μέλεα Aesch.). | |elrutext='''πολυβαφής:''' глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v. l. μέλεα Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολυ-βᾰφής, ές [[βάπτω]]<br />[[much]]-dipped, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A much-dipped, of drowned men, A.Pers.275 (lyr.), but v. ἁλιβαφής.
German (Pape)
[Seite 660] ές, vielfach untergetaucht, ἁλίδονα σώματα, Aesch. Pers. 275.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβᾰφής: -ές, ὁ πολλάκις βυθισθεὶς εἰς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε ἁλιβαφής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plusieurs fois submergé.
Étymologie: πολύς, βάπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό («φίλων ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαφής (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αλι-βαφής].
Greek Monotonic
πολυβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυβαφής: глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v. l. μέλεα Aesch.).