πολυδέγμων: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυδέγμων:''' -ον, γεν. -ονος = [[πολυδέκτης]], σε Ομήρ. Ύμν. | |lsmtext='''πολυδέγμων:''' -ον, γεν. -ονος = [[πολυδέκτης]], σε Ομήρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολυ-δέγμων, ονος, = [[πολυδέκτης]], Hhymn.] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (δέχομαι)
A containing or receiving much, Lyc.700. II πολυδέγμων, ὁ, like πολυδέκτης, a name of Hades, h.Cer.17.31, prob. in Orph.H.18.11, cf. Fr.49iv64, v69.
German (Pape)
[Seite 661] ον, viel fassend od. aufnehmend, Lycophr. 699 (vgl. πολυδαίμων). Auch als subst., Beiwort des Hades, der alles Sterbliche in sein Reich aufnimmt, H. h. Cer. 17. 31 u. sonst. Vgl. auch πολυδέκτης.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδέγμων: -ον, γεν. ονος, (δέχομαι) ὁ δεχόμενος ἢ περιλαμβάνων πολλά, Λυκόφρ. 700. ΙΙ. πολυδέγμων, ὁ, ὡς τὸ πολυδέκτης, ὄνομα τοῦ Ἅιδου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 17. 31, κτλ., ἔνθα ἴδε Ruhnk.· πρβλ. πολυδαίμων.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά
2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά
3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων
προσωνυμία του θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, νεκρο-δέγμων].
Greek Monotonic
πολυδέγμων: -ον, γεν. -ονος = πολυδέκτης, σε Ομήρ. Ύμν.
Middle Liddell
πολυ-δέγμων, ονος, = πολυδέκτης, Hhymn.]