πολυδαίμων
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
πολυδαίμον, f.l. for πολυδέγμων in Orph.H.18.11.
German (Pape)
[Seite 661] ον, von oder mit vielen Göttern, Orph. H. 17, 11, von Ruhnk. in πολυδέγμων geändert.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδαίμων: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς θεούς, ἀμφ. γραφ. ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 11 (ἔνθα ὁ Ruhnk. πολυδέγμων).
Greek Monolingual
-ον, Α
πιθ. αυτός που έχει πολλούς θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δαίμων, -ονος «θεός»].