αἱμακτός: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(1a) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱμάσσω]]<br />[[mingled]] with [[blood]], of [[blood]], Eur. | |mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱμάσσω]]<br />[[mingled]] with [[blood]], of [[blood]], Eur. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[αἱμακτός]] -ή -όν [[αἱμάττω]] van bloed, bloed-. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.
Greek Monotonic
αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμακτός: смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).
Middle Liddell
verb. adj. of αἱμάσσω
mingled with blood, of blood, Eur.