βραγχώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
(7)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βραγχώδης]], -ες (Α) [[βράγχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] στον λαιμό και βραχνιάζει εύκολα<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προξενεί [[βραχνάδα]].
|mltxt=[[βραγχώδης]], -ες (Α) [[βράγχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] στον λαιμό και βραχνιάζει εύκολα<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προξενεί [[βραχνάδα]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βραγχώδης]] -ες [[βράγχος]] lijdend aan heesheid:; [[εἶναι]]... βραγχώδεας διὰ τὸν [[ἠέρα]] hees zijn door de lucht Hp. Aër. 6; heesheid opwekkend :. βραγχωδέστατα (kou) wekt bij uitstek heesheid op Hp. Aër. 7.
}}
}}

Revision as of 06:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βραγχώδης Medium diacritics: βραγχώδης Low diacritics: βραγχώδης Capitals: ΒΡΑΓΧΩΔΗΣ
Transliteration A: branchṓdēs Transliteration B: branchōdēs Transliteration C: vragchodis Beta Code: bragxw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A subject to hoarseness, Hp.Aër.6, Epid.1.1. Adv. -δῶς Gal.13.4.    2 causing it, ὕδατα -έστατα Hp.Aër.7.

German (Pape)

[Seite 460] ες, heiser, Hippocr.; φωνή Poll. 2, 117; ὕδατα, heiser machend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βραγχώδης: -ες, (εἶδος) ὑποκείμενος εἰς βραγχνάδαν, Ἱππ. Ἀέρ. 283, Ἐπιδ. Α΄, 939. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην. 13. 4. 2) ἐπιφέρων αὐτήν, Ἱππ.

Spanish (DGE)

-ες

• Morfología: [plu. nom. -δέες Aret.SD 1.10.3; ac. -δέας Hp.Aër.6]
I de pers. y de la voz
1 ronco Hp.Aër.l.c., Epid.1.1, Gal.13.4, 16.597, 17(1).56, 58, Aret.SD l.c., φωνή Aret.SD 1.8.5, φωνὴν βραγχώδεες Aret.SA 2.2.15
subst. τὸ β. ronquera Ruf.Interrog.7.
2 de cosa productor de ronquera ὕδατα Hp.Aër.7.
II adv. -ῶς con ronquera φθεγγόμενοι Gal.13.4.

Greek Monolingual

βραγχώδης, -ες (Α) βράγχος
1. αυτός που είναι ευαίσθητος στον λαιμό και βραχνιάζει εύκολα
2. εκείνος που προξενεί βραχνάδα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραγχώδης -ες βράγχος lijdend aan heesheid:; εἶναι... βραγχώδεας διὰ τὸν ἠέρα hees zijn door de lucht Hp. Aër. 6; heesheid opwekkend :. βραγχωδέστατα (kou) wekt bij uitstek heesheid op Hp. Aër. 7.