γεραίτερος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεραίτερος:''' [[γεραίτατος]], συγκρ. και υπερθ. του [[γεραιός]].
|lsmtext='''γεραίτερος:''' [[γεραίτατος]], συγκρ. και υπερθ. του [[γεραιός]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γεραίτερος]] comp., zie [[γεραιός]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεραίτερος Medium diacritics: γεραίτερος Low diacritics: γεραίτερος Capitals: ΓΕΡΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: geraíteros Transliteration B: geraiteros Transliteration C: geraiteros Beta Code: gerai/teros

English (LSJ)

γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q. v.).

German (Pape)

[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.

Greek (Liddell-Scott)

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. γεραιός.

Greek Monotonic

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεραίτερος comp., zie γεραιός.