χυμώ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(47c)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-όω, Α [[χυμός]]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[γεύση]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χυμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i>- μετατρέπομαι σε χυμό.———————— <b>(II)</b><br />και [[χουμώ]] και [[χιμώ]], -άω, και [[χυμίζω]] και [[χιμίζω]] και χοιμίζω και [[χουμίζω]], Ν<br />[[ορμώ]], [[εφορμώ]], ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.<br />β. «χύμηξε [[πάνω]] του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χύμα]] «[[πλημμύρα]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το ρ. <i>ψημίζω</i>, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «[[επιδεικνύω]] τη δύναμή μου, [[τρέχω]] [[έφιππος]]». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: [[χιμώ]] / [[χιμίζω]], <i>χοιμίζω</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-όω, Α [[χυμός]]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[γεύση]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χυμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i>- μετατρέπομαι σε χυμό.<br /><b>(II)</b><br />και [[χουμώ]] και [[χιμώ]], -άω, και [[χυμίζω]] και [[χιμίζω]] και χοιμίζω και [[χουμίζω]], Ν<br />[[ορμώ]], [[εφορμώ]], ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.<br />β. «χύμηξε [[πάνω]] του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χύμα]] «[[πλημμύρα]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το ρ. <i>ψημίζω</i>, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «[[επιδεικνύω]] τη δύναμή μου, [[τρέχω]] [[έφιππος]]». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: [[χιμώ]] / [[χιμίζω]], <i>χοιμίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-όω, Α χυμός
1. προσδίδω γεύση σε κάτι
2. παθ. χυμοῡμαι, -όομαι- μετατρέπομαι σε χυμό.
(II)
και χουμώ και χιμώ, -άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν
ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.
β. «χύμηξε πάνω του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. χύμα «πλημμύρα», ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το ρ. ψημίζω, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «επιδεικνύω τη δύναμή μου, τρέχω έφιππος». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: χιμώ / χιμίζω, χοιμίζω].