ὀργασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(29)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[οργασμός]]) [[οργώ]]<br />το ανώτατο [[σημείο]] γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[ορμή]], πολύ [[μεγάλη]] [[δραστηριότητα]] («[[οικοδομικός]] [[οργασμός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οργασμός]] της φύσης» — [[μεγάλη]] [[ανάπτυξη]] της βλάστησης.———————— <b>(II)</b><br />[[ὀργασμός]], ὁ (Α) [[οργάζω]]<br /><b>πιθ.</b> [[μάλαξη]], [[μάλαγμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[οργασμός]]) [[οργώ]]<br />το ανώτατο [[σημείο]] γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[ορμή]], πολύ [[μεγάλη]] [[δραστηριότητα]] («[[οικοδομικός]] [[οργασμός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οργασμός]] της φύσης» — [[μεγάλη]] [[ανάπτυξη]] της βλάστησης.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀργασμός]], ὁ (Α) [[οργάζω]]<br /><b>πιθ.</b> [[μάλαξη]], [[μάλαγμα]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργασμός Medium diacritics: ὀργασμός Low diacritics: οργασμός Capitals: ΟΡΓΑΣΜΟΣ
Transliteration A: orgasmós Transliteration B: orgasmos Transliteration C: orgasmos Beta Code: o)rgasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὀργάω)

   A orgasm, Sch.Hp.Hum.3.

German (Pape)

[Seite 369] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργασμός: ὁ, (ὀργάζω) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α οργασμός) οργώ
το ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα
νεοελλ.
1. μτφ. ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη δραστηριότηταοικοδομικός οργασμός»)
2. φρ. «οργασμός της φύσης» — μεγάλη ανάπτυξη της βλάστησης.
(II)
ὀργασμός, ὁ (Α) οργάζω
πιθ. μάλαξη, μάλαγμα.