ἀρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀρέομαι]] <b>ιων.</b> (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αρώμαι]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀρέομαι]] (Α) [[άρνυμαι]]<br />(μέλλ. του [[άρνυμαι]]) θα κερδίσω, θα νικήσω.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀρέομαι]] <b>ιων.</b> (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αρώμαι]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀρέομαι]] (Α) [[άρνυμαι]]<br />(μέλλ. του [[άρνυμαι]]) θα κερδίσω, θα νικήσω.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρέομαι Medium diacritics: ἀρέομαι Low diacritics: αρέομαι Capitals: ΑΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aréomai Transliteration B: areomai Transliteration C: areomai Beta Code: a)re/omai

English (LSJ)

Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt.    II fut. of ἄρνυμαι (q. v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].

German (Pape)

[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀράομαι.

Spanish (DGE)

v. ἄρνυμαι.

Greek Monolingual

(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.

Greek Monotonic

ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.