γρίπων: Difference between revisions

From LSJ
(1a)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γρίπων''': ὁ, ([[γρῖπος]]) [[ἁλιεύς]], γρίπωνος γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504· πρβλ. [[γριπεύς]].
|lstext='''γρίπων''': ὁ, ([[γρῖπος]]) [[ἁλιεύς]], γρίπωνος· γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504· πρβλ. [[γριπεύς]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:42, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρίπων Medium diacritics: γρίπων Low diacritics: γρίπων Capitals: ΓΡΙΠΩΝ
Transliteration A: grípōn Transliteration B: gripōn Transliteration C: gripon Beta Code: gri/pwn

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, (γρῖπος)

   A fisherman, γρίπωνος γριπεὺς . . ἔχωσε τάφον AP7.504.12 (Leon). (Prob. a pr. n.)

Greek (Liddell-Scott)

γρίπων: ὁ, (γρῖπος) ἁλιεύς, γρίπωνος· γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504· πρβλ. γριπεύς.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. γριπεύς.

Greek Monolingual

γρίπων, ο (Α) γρίπος
ο γριπεύς.

Greek Monotonic

γρίπων: ὁ (γρῖπος), ψαράς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γρίπων: ωνος (ῑ) ὁ Anth. = γριπεύς.

Middle Liddell

γρῖπος
a fisherman, Anth.