λιμνοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(3) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[λιμνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε λίμνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ές (Α [[λιμνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε λίμνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιμνοχαρής]] ή <i>λιμνοχαρίς</i><br />όνομα βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>, [[πολεμοχαρής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λιμνοχᾰρής:''' болотолюбивый (sc. [[βάτραχος]] Batr.). | |elrutext='''λιμνοχᾰρής:''' болотолюбивый (sc. [[βάτραχος]] Batr.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
German (Pape)
[Seite 48] ές, sich des Sumpfes freuend, gern darin lebend, als Froschname auch λιμνόχαρις geschrieben, Batrach.
Greek Monolingual
-ές (Α λιμνοχαρής, -ές)
αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίς
όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, πολεμοχαρής].
Russian (Dvoretsky)
λιμνοχᾰρής: болотолюбивый (sc. βάτραχος Batr.).