νεοσύλλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(3b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»).
|mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεοσύλλεκτος:''' Plut. = [[νεοσύλλογος]].
|elrutext='''νεοσύλλεκτος:''' Plut. = [[νεοσύλλογος]].
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσύλλεκτος Medium diacritics: νεοσύλλεκτος Low diacritics: νεοσύλλεκτος Capitals: ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: neosýllektos Transliteration B: neosyllektos Transliteration C: neosyllektos Beta Code: neosu/llektos

English (LSJ)

ον, = sq., D.H.8.13, 11.23, J.BJ1.17.1, Plu.Caes.25.

German (Pape)

[Seite 245] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; στρατιά, D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσύλλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διονύσ. Ἁλ. 8. 13., 11. 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 1.

Greek Monolingual

και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)
αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη
(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτηςτάγμα νεοσυλλέκτων»).

Russian (Dvoretsky)

νεοσύλλεκτος: Plut. = νεοσύλλογος.