ξύπνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(27)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> [[ξυπνητός]], [[άγρυπνος]], αυτός που δεν κοιμάται<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έξυπνος]], [[ευφυής]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ξύπνιος]]<br />[[εγρήγορση]], [[αφύπνιση]], [[ξύπνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ορθός]]: <i>όρθιος</i>].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> [[ξυπνητός]], [[άγρυπνος]], αυτός που δεν κοιμάται<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έξυπνος]], [[ευφυής]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξύπνιος]]<br />[[εγρήγορση]], [[αφύπνιση]], [[ξύπνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ορθός]]: <i>όρθιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο
1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται
2. μτφ. έξυπνος, ευφυής
3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιος
εγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. -ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος].