δεκάδραχμος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(1b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δεκάδραχμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[αξία]] [[δέκα]] δραχμών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκάδραχμο</i><br />μεταλλικό [[νόμισμα]] αξίας [[δέκα]] δραχμών, δεκάρικο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεκάδραχμος]]<br />φορολογούμενος που πληρώνει ως [[φόρο]] [[δέκα]] δραχμές.
|mltxt=-η, -ο (Α [[δεκάδραχμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[αξία]] [[δέκα]] δραχμών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκάδραχμο</i><br />μεταλλικό [[νόμισμα]] αξίας [[δέκα]] δραχμών, δεκάρικο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δεκάδραχμος]]<br />φορολογούμενος που πληρώνει ως [[φόρο]] [[δέκα]] δραχμές.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δεκάδραχμος:''' десятидрахмовый ([[σῖτος]] Arst.).
|elrutext='''δεκάδραχμος:''' десятидрахмовый ([[σῖτος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάδραχμος Medium diacritics: δεκάδραχμος Low diacritics: δεκάδραχμος Capitals: ΔΕΚΑΔΡΑΧΜΟΣ
Transliteration A: dekádrachmos Transliteration B: dekadrachmos Transliteration C: dekadrachmos Beta Code: deka/draxmos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A at the price of ten drachmae, Arist. Oec.1352b15, BGU1134.7 (i B.C.).    II Subst. δ., ὁ, taxpayer assessed at ten δραχμαί, ib.118ii9 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

δεκάδραχμος: -ον, ὁ τιμώμενος δέκα δραχμῶν, Ἀριστ, Οἰκ. 2. 34, 7.

Spanish (DGE)

-ον
I de diez dracmas o que cuesta diez dracmas σῖτος Arist.Oec.1352b15, ἔρανος BGU 1134.7, 1135.7 (ambos I a.C.).
II subst.
1 ἡ δ. impuesto de diez dracmas, PRyl.216.304 (II/III d.C.).
2 ὁ δ. contribuyente que paga diez dracmas como impuesto de capitación BGU 118.2.9 (II d.C.) en BL 1.21.
3 ὁ δ. recaudador del diezmo Crates Com.53 (quizá error por δεκάδαρχος II 1, q.u.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάδραχμος, -ον)
αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμο
μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμος
φορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές.

Russian (Dvoretsky)

δεκάδραχμος: десятидрахмовый (σῖτος Arst.).