ρυάδα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(36)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥυάς]], -[[άδος]], ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ρυάδα]] και [[ῥυάς]]<br />[[νόσος]] τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[ασθένεια]] του τριχωτού της κεφαλής, [[τριχόπτωση]]<br />β) [[ασθένεια]] τών αμπελιών που προκαλεί [[πτώση]] τών ρωγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> [[πλαδαρός]], σαν να [[είναι]] [[ρευστός]] («σώματος ῥυάδος γενομένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποβάλλει [[κάτι]], που του πέφτουν τα φύλλα ή οι [[τρίχες]] («ῥυὰς [[ἄμπελος]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ουρητική [[σύριγγα]], [[καθετήρας]]<br /><b>4.</b> (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) <i>αἱ ῥυάδες</i><br />κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>άς</i>, -[[άδος]])].
|mltxt=η / [[ῥυάς]], -[[άδος]], ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ρυάδα]] και [[ῥυάς]]<br />[[νόσος]] τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[ασθένεια]] του τριχωτού της κεφαλής, [[τριχόπτωση]]<br />β) [[ασθένεια]] τών αμπελιών που προκαλεί [[πτώση]] τών ρωγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> [[πλαδαρός]], σαν να [[είναι]] [[ρευστός]] («σώματος ῥυάδος γενομένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποβάλλει [[κάτι]], που του πέφτουν τα φύλλα ή οι [[τρίχες]] («ῥυὰς [[ἄμπελος]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ουρητική [[σύριγγα]], [[καθετήρας]]<br /><b>4.</b> (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) <i>αἱ ῥυάδες</i><br />κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>άς</i>, -[[άδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

η / ῥυάς, -άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ
το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς
νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής, τριχόπτωση
β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών ρωγών
αρχ.
ως επίθ.
1. πλαδαρός, σαν να είναι ρευστός («σώματος ῥυάδος γενομένου», Αριστοτ.)
2. αυτός που αποβάλλει κάτι, που του πέφτουν τα φύλλα ή οι τρίχες («ῥυὰς ἄμπελος», Θεόφρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ουρητική σύριγγα, καθετήρας
4. (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) αἱ ῥυάδες
κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαιν-άς, -άδος)].