εξήντα: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι, τα (AM [[ἑξήκοντα]]<br />Μ και ἑξήντα, οἱ, αἱ, τά)<br />[[σύνολο]] έξι δεκάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα [[εξήντα]]<br />συμβολική [[παράσταση]] του αριθμού [[εξήντα]]<br /><b>2.</b> (για χρονολογίες και [[ηλικία]]) το εξηκοστό [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξήκοντα]]].
|mltxt=οι, τα (AM [[ἑξήκοντα]]<br />Μ και ἑξήντα, οἱ, αἱ, τά)<br />[[σύνολο]] έξι δεκάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τα [[εξήντα]]<br />συμβολική [[παράσταση]] του αριθμού [[εξήντα]]<br /><b>2.</b> (για χρονολογίες και [[ηλικία]]) το εξηκοστό [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξήκοντα]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

οι, τα (AM ἑξήκοντα
Μ και ἑξήντα, οἱ, αἱ, τά)
σύνολο έξι δεκάδων
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα εξήντα
συμβολική παράσταση του αριθμού εξήντα
2. (για χρονολογίες και ηλικία) το εξηκοστό έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξήκοντα].