ελατήριο: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(11) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐλατήριος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται [[κάτι]] σε [[κίνηση]] («το [[ελατήριο]] του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)<br /><b>2.</b> βαθύτερη [[αιτία]], [[κίνητρο]] («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν [[ελατήριο]]» — απότομα και [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που διώχνει ή έχει τη [[δύναμη]] να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρτικός]] (για παρασκευάσματα που βοηθούν την [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=το (AM [[ἐλατήριος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται [[κάτι]] σε [[κίνηση]] («το [[ελατήριο]] του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)<br /><b>2.</b> βαθύτερη [[αιτία]], [[κίνητρο]] («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν [[ελατήριο]]» — απότομα και [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που διώχνει ή έχει τη [[δύναμη]] να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρτικός]] (για παρασκευάσματα που βοηθούν την [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ελατήριο]]<br />α) η [[πικραγγουριά]]<br />β) δραστικό καθαρτικό [[φάρμακο]] από χυμό πικραγγουριάς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
το (AM ἐλατήριος, -ον)
νεοελλ.
1. όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται κάτι σε κίνηση («το ελατήριο του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)
2. βαθύτερη αιτία, κίνητρο («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)
3. φρ. «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν ελατήριο» — απότομα και γρήγορα
αρχ.-μσν.
αυτός που διώχνει ή έχει τη δύναμη να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. καθαρτικός (για παρασκευάσματα που βοηθούν την κάθαρση του πεπτικού συστήματος)
2. το ουδ. ως ουσ. το ελατήριο
α) η πικραγγουριά
β) δραστικό καθαρτικό φάρμακο από χυμό πικραγγουριάς.